256.
STEMS IN A LABIAL (π, β, φ)
OR IN A PALATAL (κ, γ, χ)
singular
ὁ Αἰθίοψ
ἡ φλέψ
ὁ φύλαξ
ἡ φάλαγξ
ὁ ἡ αἴξ
ἡ θρίξ
(Αἰθιοπ-)
(φλεβ-)
(φυλακ-)
(φαλαγγ-)
(αἰγ-)
(τριχ-, 125 f)
Ethiopian
vein
watchman
phalanx
goat
hair
Nom.
Αἰθίοψ
φλέψ
φύλαξ
φάλαγξ
αἴξ
θρίξ
Gen.
Αἰθίοπ-ος
φλεβ-ός
φύλακ-ος
φάλαγγ-ος
αἰγ-ός
θρίξ
Dat.
Αἰθίοπ-ι
φλεβ-ί
φύλακ-ι
φάλαγγ-ι
αἰγ-ί
τριχ-ός
Acc.
Αἰθίοπ-α
φλέβ-α
φύλακ-α
φάλαγγ-α
αἶγ-α
τριχ-ί
Voc.
Αἰθίοψ
φλέψ
φύλαξ
φάλαγξ
αἴξ
τρίχ-α
dual
N. A. V.
Αἰθίοπ-ε
φλέβ-ε
φύλακ-ε
φάλαγγ-ε
αἶγ-ε
τρίχ-ε
G. D.
Αἰθιόπ-οιν
φλεβ-οῖν
φυλάκ-οιν
φαλάγγ-οιν
αἰγ-οῖν
τριχ-οῖν
plural
N. V.
Αἰθίοπ-ες
φλέβ-ες
φύλακ-ες
φάλαγγ-ες
αἶγ-ες
τρίχ-ες
Gen.
Αἰθιόπ-ων
φλεβ-ῶν
φυλάκ-ων
φαλάγγ-ων
αἰγ-ῶν
τριχ-ῶν
Dat.
Αἰθίο ψι(ν)
φλεψί(ν)
φύλαξι(ν)
φάλαγξι(ν)
αἰξί(ν)
θριξί(ν)
Acc.
Αἰθίοπ-ας
φλέβ-ας
φύλακ-ας
φάλαγγ-ας
αἶγ-ας
τρίχ-ας
Masculine: κλώψ thief (κλωπ-), γύ̄ψ vulture (γῡπ-), Ἄραψ Arab (Ἀραβ-), θώρᾱξ breastplate (θωρᾱκ-), ὄνυξ nail (ὀνυχ-). Feminine: κλῖμαξ ladder (κλῑμακ-), μάστῐξ whip (μαστῑγ-, 254 b), σάλπιγξ trumpet (σαλπιγγ-), κατῆλιψ upper story (κατηλιφ-).
STEMS IN A DENTAL (τ, δ, θ)
257.
A. MASCULINES AND FEMININES
singular
ὁ θής
ἡ ἐλπίς
ἡ χάρις
ὁ ἡ ὄρνῑς
ὁ γίγᾱς
ὁ γέρων
(θητ-)
(ἐλπιδ-)
(χαριτ-)
(ὀρνῑθ-)
(γιγαντ-)
(γεροντ-)
serf
hope
grace
bird
giant
old man
Nom.
θής
ἐλπίς
χάρις
ὄρνῑς
γίγᾱς
γέρων
Gen.
θητ-ός
ἐλπίδ-ος
χάριτ-ος
ὄρνῑθ-ος
γίγαντ-ος
γέροντ-ος
Dat.
θητ-ί
ἐλπίδ-ι
χάριτ-ι
ὄρνῑθ-ι
γίγαντ-ι
γέροντ-ι
Acc.
θῆτ-α
ἐλπίδ-α
χάριν
ὄρνῑν
γίγαντ-α
γέροντ-α
Voc.
θής
ἐλπί
χάρι
ὄρνῑ
γίγαν
γέρον
dual
N. A. V.
θῆτ-ε
ἐλπίδ-ε
χάριτ-ε
ὄρνῑθ-ε
γίγαντ-ε
γέροντ-ε
G. D.
θητ-οῖν
ἐλπίδ-οιν
χαρίτ-οιν
ὀρνί̄θ-οιν
γιγάντ-οιν
γερόντ-οιν
plural
N. V.
θῆτ-ες
ἐλπίδ-ες
χάριτ-ες
ὄρνῑθ-ες
γίγαντ-ες
γέροντ-ες
Gen.
θητ-ῶν
ἐλπίδ-ων
χαρίτ-ων
ὀρνί̄θ-ων
γιγάντ-ων
γερόντ-ων
Dat.
θησί(ν)
ἐλπίσι(ν)
χάρισι(ν)
ὄρνῑσι(ν)
γίγᾱσι(ν)
γέρουσι(ν)
Acc.
θῆτ-ας
ἐλπίδ-ας
χάριτ-ας
ὄρνῑθ-ας
γίγαντ-ας
γέροντ-ας
Masculine: γέλως laughter (γελωτ-), ἐλέφᾱς elephant (ἐλεφαντ-), λέων lion (λεοντ-), ὀδούς tooth (ὀδοντ-), voc. ὀδούς. Feminine: ἐσθής clothing (ἐσθητ-), ἔρις strife (ἐριδ-), ἀσπίς shield (ἀσπιδ-), πατρίς fatherland (πατριδ-), κόρυς helmet (κορυθ-).
a. In πούς foot, Doric πώς (stem ποδ-) ου is irregular.
258.
B. NEUTERS WITH STEMS IN τ AND IN ᾱτ VARYING WITH ας
singular
σῶμα body
ἧπαρ liver
τέρας portent
κέρας horn
(σωματ-)
(ἡπατ-)
(τερατ-)
(κερᾱτ-, κερασ-)
N. A. V..
σῶμα
ἧπαρ
τέρας
κέρας
Gen.
σώματ-ος
ἥπατ-ος
τέρατ-ος
κέρᾱτ-ος
(κέρα-ος)
κέρως
Dat.
σώματ-ι
ἥπατ-ι
τέρατ-ι
κέρᾱτ-ι
(κέρα-ϊ)
κέραι
B. NEUTERS WITH STEMS IN τ AND IN ᾱτ VARYING WITH ας
Concluded
dual
σῶμα body
ἧπαρ liver
τέρας portent
κέρας horn
(σωματ-)
(ἡπατ-)
(τερατ-)
(κερᾱτ-, κερασ-)
N. A. V.
σώματ-ε
ἧπαρ
τέρας
κέρας
G. D.
σωμάτ-οιν
ἥπατ-ος
τέρατ-ος
κέρᾱτ-ος
(κέρα-ος)
κέρως
plural
N. V.
σώματ-α
ἥπατ-α
τέρατ-α
κέρᾱτ-α
(κέρα-α)
κέρᾱ
Gen.
σωμάτ-ων
ἡπάτ-ων
τεράτ-ων
κερά̄τ-ων
(κερά-ων)
κερῶν
Dat.
σώμασι(ν)
ἥπασι(ν)
τέρασι(ν)
κέρᾱσι(ν)
Acc.
σώματ-α
ἥπατ-α
τέρατ-α
κέρᾱτ-α
(κέρα-α)
κέρᾱ
ὄνομα name (ὀνοματ-), στόμα mouth (στοματ), μέλι honey (μελιτ-), γάλα milk (γαλακτ-, 133 b), φῶς light (φωτ-), κῆρ heart (for κηρδ-, 133 b).
a. Stems in ας (264) drop ς before the endings and contract αο, αω to ω, and αα to ᾱ.
b. κέρας, meaning wing of an army, is declined from the stem κερασ- (ἐπὶ κέρως in single file); in the meaning horn, from the stem κερᾱτ-.
c. For the inflection ἧπαρ, ἥπατ-ος, see 253 b. Of like inflection are ἄλειφαβ fat, φρέᾱρ cistern, δέλεαρ bait, and poetic ἦμαρ day, εἶδαρ food, πεῖραρ end.
d. τέρας, κέρας form their nominative from a stem in ς. So, too, πέρας end πέρατ-ος, φῶς light (contracted from φάος) φωτ-ός (253 c).
259.
stems in a liquid (λ, ρ) or a nasal (ν)
singular
ὁ θήρ
ὁ ῥήτωρ
ἡ ῥῑς
ἡγεμών
ἀγών
ποιμήν
(θηρ-)
(ῥητορ-)
(ῥῑν-)
(ἡγεμον-)
(ἀγων-)
(ποιμεν-)
wild beast
orator
nose
leader
contest
shepherd
Nom.
θήρ
ῥήτωρ
ῥί̄ς
ἡγεμών
ἀγών
ποιμήν
Gen.
θηρ-ός
ῥήτορ-ος
ῥῑν-ός
ἡγεμόν-ος
ἀγῶν-ος
ποιμέν-ος
Dat.
θηρ-ί
ῥήτορ-ι
ῥῑν-ί
ἡγεμόν-ι
ἀγῶν-ι
ποιμέν-ι
Acc.
θῆρ-α
ῥήτορ-α
ῥῖν-α
ἡγεμόν-α
ἀγῶν-α
ποιμέν-α
Voc.
θήρ
ῥῆτορ
ῥί̄ς
ἡγεμών
ἀγών
ποιμήν
stems in a liquid (λ, ρ) or a nasal (ν) Concluded
singular
ὁ θήρ
ὁ ῥήτωρ
ἡ ῥῑς
ἡγεμών
ἀγών
ποιμήν
(θηρ-)
(ῥητορ-)
(ῥῑν-)
(ἡγεμον-)
(ἀγων-)
(ποιμεν-)
wild beast
orator
nose
leader
contest
shepherd
dual
N. A. V.
θῆρ-ε
ῥήτορ-ε
ῥῖν-ε
ἡγεμόν-ε
ἀγῶν-ε
ποιμέν-ε
G. D.
θηρ-οῖν
ῥητόρ-οιν
ῥῑν-οῖν
ἡγεμόν-οιν
ἀγών-οιν
ποιμέν-οιν
plural
N. V.
θῆρ-ες
ῥήτορ-ες
ῥῖν-ες
ἡγεμόν-ες
ἀγῶν-ες
ποιμέν-ες
Gen.
θηρ-ῶν
ῥητόρ-ων
ῥῑν-ῶν
ἡγεμόν-ων
ἀγών-ων
ποιμέν-ων
Dat.
θηρ-σί(ν)
ῥήτορ-σι(ν)
ῥῑσί(ν)
ἡγεμόσι(ν)
ἀγῶσι(ν)
ποιμέσι(ν)
Acc.
θῆρ-ας
ῥήτορ-ας
ῥῖν-ας
ἡγεμόν-ας
ἀγῶν-ας
ποιμέν-ας
ὁ αἰθήρ upper air (αἰθερ-), ὁ κρᾱτήρ mixing bowl (κρᾱτηρ-), ὁ φώρ thief (φωρ-), τὸ νέκταρ nectar (νεκταρ-), ὁ δελφί̄ς dolphin (δελφῑν-), ὁ Ἕλλην Greek (Ἑλλην-), ὁ δαίμων divinity (δαιμον-), voc. δαῖμον, 249 b. The only λ stem is ὁ ἅλς salt (pl. grains of salt); ἡ ἅλς (poetic) means sea. ὁ μήν month was originally a sigma stem (μηνσ-, cp. mensis).
260. Accusative Sing. Ἀπόλλω and Ποσειδῶ are found as well as Ἀπόλλωνα, Ποσειδῶνα. The shorter forms are regular in inscriptions, and occur especially in expressions of swearing after νὴ τόν, μὰ τόν (1596 b).
261. Vocative. σωτήρ preserver, Ἀπόλλων, Ποσειδῶν (from Ποσειδέων, -ά̄ων, -ᾱϜων) have voc. σῶτερ, Ἄπολλον, Πόσειδον with recessive accent. Recessive accent also occurs in compound proper names in -ων; as Ἀγαμέμνων, Ἀγάμεμνον; Αὐτομέδων, Αὐτόμεδον; Φιλήμων, Φιλῆμον; but not in those in -φρων (Εὐθύφρον). Λακεδαίμων has Λακεδαῖμον.
STEMS IN ερ VARYING WITH ρ
262. Several words in -τηρ show three forms of stem gradation: -τηρ strong, -τερ middle, -τρ weak. ρ between consonants becomes ρα (35 b). The vocative has recessive accent. ἀνήρ man has the weak form in ρ even before vowels; between ν and ρ, δ is inserted by 130.
singular
ὁ πατήρ
ἡ μήτηρ
ἡ θυγάτηρ
ὁ ἀνήρ
(πατερ-)
(μητερ-)
(θυγατερ-)
(ἀνερ- or ἀν(δ)ρ-)
father
mother
daughter
man
Nom.
πατήρ
μήτηρ
θυγάτηρ
ἀνήρ
Gen.
πατρ-ός
μητρ-ός
θυγατρ-ός
ἀνδρ-ός
Dat.
πατρ-ί
μητρ-ί
θυγατρ-ί
ἀνδρ-ί
Acc.
πατέρ-α
μητέρ-α
θυγατέρ-α
ἄνδρ-α
Voc.
πάτερ
μῆτερ
θύγατερ
ἄνερ
dual
N. A. V.
πατέρ-ε
μητέρ-ε
θυγατέρ-ε
ἄνδρ-ε
G. D.
πατέρ-οιν
μητέρ-οιν
θυγατέρ-οιν
ἀνδρ-οῖν
plural
N. V.
πατέρ-ες
μητέρ-ες
θυγατέρ-ες
ἄνδρ-ες
Gen.
πατέρ-ων
μητέρ-ων
θυγατέρ-ων
ἀνδρ-ῶν
Dat.
πατρά-σι(ν)
μητρά-σι(ν)
θυγατρά-σι(ν)
ἀνδρά-σι(ν)
Acc.
πατέρ-ας
μητέρ-ας
θυγατέρ-ας
ἄνδρ-ας
a. The accent in the weak forms of μήτηρ, θυγάτηρ in the gen. and dat. sing. follows that of πατρός, πατρί.
b. γαστήρ belly, has γαστρός, etc. Δημήτηρ is inflected Δήμητρος, Δήμητρι, Δήμητρα, Δήμητερ.
c. ἀστήρ star has gen. ἀστέρος, dat. ἀστέρι, dat. pl. ἀστράσι.
RetroSearch is an open source project built by @garambo | Open a GitHub Issue
Search and Browse the WWW like it's 1997 | Search results from DuckDuckGo
HTML:
3.2
| Encoding:
UTF-8
| Version:
0.7.4